παγκόνιτος

παγκόνιτος
παγκόνιτος, -ον (Α)
καλυμμένος παντού με σκόνη, κατασκονισμένος («παγκόνιτα ἄεθλ' ἀγώνων» — κατασκονισμένοι άθλοι αγώνων, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κόνις «σκόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγκόνιτα — παγκόνῑτα , παγκόνιτος covered with dust neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”